Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγκόπτω
παρεγκυκλέω
παρεγκύκλημα
παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
View word page
παρέγχυσις
pouring in beside

ShortDef

pouring in beside

Debugging

Headword:
παρέγχυσις
Headword (normalized):
παρέγχυσις
Headword (normalized/stripped):
παρεγχυσις
IDX:
66585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66586
Key:

Data

{'content': 'pouring in beside'}