Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγκεράννυμι
παρεγκεφαλίς
παρεγκλίνω
παρέγκλισις
παρεγκλιτικός
παρεγκόπτω
παρεγκυκλέω
παρεγκύκλημα
παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
View word page
παρεγχέω
pour in beside

ShortDef

pour in beside

Debugging

Headword:
παρεγχέω
Headword (normalized):
παρεγχέω
Headword (normalized/stripped):
παρεγχεω
IDX:
66580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66581
Key:

Data

{'content': 'pour in beside'}