Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρέγκειμαι
παρεγκελεύομαι
παρεγκεράννυμι
παρεγκεφαλίς
παρεγκλίνω
παρέγκλισις
παρεγκλιτικός
παρεγκόπτω
παρεγκυκλέω
παρεγκύκλημα
παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
View word page
παρεγχειρέω
interfere with

ShortDef

interfere with

Debugging

Headword:
παρεγχειρέω
Headword (normalized):
παρεγχειρέω
Headword (normalized/stripped):
παρεγχειρεω
IDX:
66578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66579
Key:

Data

{'content': 'interfere with'}