Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγκάπτω
παρέγκειμαι
παρεγκελεύομαι
παρεγκεράννυμι
παρεγκεφαλίς
παρεγκλίνω
παρέγκλισις
παρεγκλιτικός
παρεγκόπτω
παρεγκυκλέω
παρεγκύκλημα
παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
View word page
παρεγκύκλημα
something added to a drama, interlude

ShortDef

something added to a drama, interlude

Debugging

Headword:
παρεγκύκλημα
Headword (normalized):
παρεγκύκλημα
Headword (normalized/stripped):
παρεγκυκλημα
IDX:
66577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66578
Key:

Data

{'content': 'something added to a drama, interlude'}