Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγείρω
παρεγκάμπτω
παρεγκάπτω
παρέγκειμαι
παρεγκελεύομαι
παρεγκεράννυμι
παρεγκεφαλίς
παρεγκλίνω
παρέγκλισις
παρεγκλιτικός
παρεγκόπτω
παρεγκυκλέω
παρεγκύκλημα
παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
View word page
παρεγκόπτω
intercept, stop

ShortDef

intercept, stop

Debugging

Headword:
παρεγκόπτω
Headword (normalized):
παρεγκόπτω
Headword (normalized/stripped):
παρεγκοπτω
IDX:
66575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66576
Key:

Data

{'content': 'intercept, stop'}