Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύημα
παρεγγύησις
παρεγγυητέον
πάρεγγυς
παρεγείρω
παρεγκάμπτω
παρεγκάπτω
παρέγκειμαι
παρεγκελεύομαι
παρεγκεράννυμι
παρεγκεφαλίς
παρεγκλίνω
παρέγκλισις
παρεγκλιτικός
παρεγκόπτω
παρεγκυκλέω
παρεγκύκλημα
παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
View word page
παρεγκελεύομαι
exhort

ShortDef

exhort

Debugging

Headword:
παρεγκελεύομαι
Headword (normalized):
παρεγκελεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεγκελευομαι
IDX:
66569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66570
Key:

Data

{'content': 'exhort'}