Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγγίζω
παρέγγραπτος
παρέγγραφος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύημα
παρεγγύησις
παρεγγυητέον
πάρεγγυς
παρεγείρω
παρεγκάμπτω
παρεγκάπτω
παρέγκειμαι
παρεγκελεύομαι
παρεγκεράννυμι
παρεγκεφαλίς
παρεγκλίνω
παρέγκλισις
παρεγκλιτικός
παρεγκόπτω
View word page
παρεγείρω
to raise partly

ShortDef

to raise partly

Debugging

Headword:
παρεγείρω
Headword (normalized):
παρεγείρω
Headword (normalized/stripped):
παρεγειρω
IDX:
66565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66566
Key:

Data

{'content': 'to raise partly'}