Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάρδος
παρεατέον
παρεάω
παρεγγίζω
παρέγγραπτος
παρέγγραφος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύημα
παρεγγύησις
παρεγγυητέον
πάρεγγυς
παρεγείρω
παρεγκάμπτω
παρεγκάπτω
παρέγκειμαι
παρεγκελεύομαι
παρεγκεράννυμι
παρεγκεφαλίς
παρεγκλίνω
View word page
παρεγγύησις
a passing on the word of command
ShortDef
a passing on the word of command
Debugging
Headword:
παρεγγύησις
Headword (normalized):
παρεγγύησις
Headword (normalized/stripped):
παρεγγυησις
IDX:
66562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66563
Key:
Data
{'content': 'a passing on the word of command'}