Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρδαλωτός
παρδιαῖος
πάρδος
παρεατέον
παρεάω
παρεγγίζω
παρέγγραπτος
παρέγγραφος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύημα
παρεγγύησις
παρεγγυητέον
πάρεγγυς
παρεγείρω
παρεγκάμπτω
παρεγκάπτω
παρέγκειμαι
παρεγκελεύομαι
παρεγκεράννυμι
View word page
παρεγγύη
a word of command passed on
ShortDef
a word of command passed on
Debugging
Headword:
παρεγγύη
Headword (normalized):
παρεγγύη
Headword (normalized/stripped):
παρεγγυη
IDX:
66560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66561
Key:
Data
{'content': 'a word of command passed on'}