Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρδαλώδης
παρδαλωτός
παρδιαῖος
πάρδος
παρεατέον
παρεάω
παρεγγίζω
παρέγγραπτος
παρέγγραφος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύημα
παρεγγύησις
παρεγγυητέον
πάρεγγυς
παρεγείρω
παρεγκάμπτω
παρεγκάπτω
παρέγκειμαι
παρεγκελεύομαι
View word page
παρεγγυάω
to hand over
ShortDef
to hand over
Debugging
Headword:
παρεγγυάω
Headword (normalized):
παρεγγυάω
Headword (normalized/stripped):
παρεγγυαω
IDX:
66559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66560
Key:
Data
{'content': 'to hand over'}