Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατριακοσιολόγιστος
ἀνατριβή
ἀνατρίβω
ἀνατρίζω
ἀνατριπλόω
ἀνατριπτέον
ἀνάτριπτος
ἀνατριχόομαι
ἀνάτριχος
ἀνατριχοφυέω
ἀνάτριψις
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροπιάζω
ἀνατροφεύς
ἀνατροφή
ἀνατροχασμός
ἀνατρυγάω
ἀναττικός
ἀνατυλίσσω
ἀνατυπόω
View word page
ἀνάτριψις
chafing, friction

ShortDef

chafing, friction

Debugging

Headword:
ἀνάτριψις
Headword (normalized):
ἀνάτριψις
Headword (normalized/stripped):
ανατριψις
IDX:
6655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6656
Key:

Data

{'content': 'chafing, friction'}