Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
πάρδαλος
παρδαλώδης
παρδαλωτός
παρδιαῖος
πάρδος
παρεατέον
παρεάω
παρεγγίζω
παρέγγραπτος
παρέγγραφος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύημα
παρεγγύησις
παρεγγυητέον
πάρεγγυς
παρεγείρω
παρεγκάμπτω
View word page
παρέγγραπτος
illegally registered

ShortDef

illegally registered

Debugging

Headword:
παρέγγραπτος
Headword (normalized):
παρέγγραπτος
Headword (normalized/stripped):
παρεγγραπτος
IDX:
66556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66557
Key:

Data

{'content': 'illegally registered'}