Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλήφορος
παρδάλια
παρδαλιδεύς
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
πάρδαλος
παρδαλώδης
παρδαλωτός
παρδιαῖος
πάρδος
παρεατέον
παρεάω
παρεγγίζω
παρέγγραπτος
παρέγγραφος
παρεγγράφω
παρεγγυάω
παρεγγύη
παρεγγύημα
View word page
παρδιαῖος
spotted
ShortDef
spotted
Debugging
Headword:
παρδιαῖος
Headword (normalized):
παρδιαῖος
Headword (normalized/stripped):
παρδιαιος
IDX:
66551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66552
Key:
Data
{'content': 'spotted'}