Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατριαινόω
ἀνατριακοσιολόγιστος
ἀνατριβή
ἀνατρίβω
ἀνατρίζω
ἀνατριπλόω
ἀνατριπτέον
ἀνάτριπτος
ἀνατριχόομαι
ἀνάτριχος
ἀνατριχοφυέω
ἀνάτριψις
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροπιάζω
ἀνατροφεύς
ἀνατροφή
ἀνατροχασμός
ἀνατρυγάω
ἀναττικός
ἀνατυλίσσω
View word page
ἀνατριχοφυέω
grow fresh hair

ShortDef

grow fresh hair

Debugging

Headword:
ἀνατριχοφυέω
Headword (normalized):
ἀνατριχοφυέω
Headword (normalized/stripped):
ανατριχοφυεω
IDX:
6654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6655
Key:

Data

{'content': 'grow fresh hair'}