Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψίδιον
παράψιμον
παράψογος
παραψυκτήριον
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέα
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλήφορος
παρδάλια
παρδαλιδεύς
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
πάρδαλος
παρδαλώδης
View word page
παρδακός
wet, damp
ShortDef
wet, damp
Debugging
Headword:
παρδακός
Headword (normalized):
παρδακός
Headword (normalized/stripped):
παρδακος
IDX:
66539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66540
Key:
Data
{'content': 'wet, damp'}