Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψίδιον
παράψιμον
παράψογος
παραψυκτήριον
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέα
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλήφορος
παρδάλια
παρδαλιδεύς
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
πάρδαλος
View word page
παραψύχω
to cool gently

ShortDef

to cool gently

Debugging

Headword:
παραψύχω
Headword (normalized):
παραψύχω
Headword (normalized/stripped):
παραψυχω
IDX:
66538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66539
Key:

Data

{'content': 'to cool gently'}