Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψίδιον
παράψιμον
παράψογος
παραψυκτήριον
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέα
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλήφορος
παρδάλια
παρδαλιδεύς
παρδαλιοκτόνος
View word page
παραψυκτήριον
refreshment

ShortDef

refreshment

Debugging

Headword:
παραψυκτήριον
Headword (normalized):
παραψυκτήριον
Headword (normalized/stripped):
παραψυκτηριον
IDX:
66536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66537
Key:

Data

{'content': 'refreshment'}