Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψίδιον
παράψιμον
παράψογος
παραψυκτήριον
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέα
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλήφορος
παρδάλια
παρδαλιδεύς
View word page
παράψογος
incidental censure

ShortDef

incidental censure

Debugging

Headword:
παράψογος
Headword (normalized):
παράψογος
Headword (normalized/stripped):
παραψογος
IDX:
66535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66536
Key:

Data

{'content': 'incidental censure'}