Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψίδιον
παράψιμον
παράψογος
παραψυκτήριον
παραψυχή
παραψύχω
παρδακός
παρδαλέα
View word page
παραψηφίζομαι
deceive, cheat

ShortDef

deceive, cheat

Debugging

Headword:
παραψηφίζομαι
Headword (normalized):
παραψηφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
παραψηφιζομαι
IDX:
66530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66531
Key:

Data

{'content': 'deceive, cheat'}