Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψίδιον
παράψιμον
παράψογος
παραψυκτήριον
παραψυχή
View word page
παραψηλαφάω
grope about, fumble

ShortDef

grope about, fumble

Debugging

Headword:
παραψηλαφάω
Headword (normalized):
παραψηλαφάω
Headword (normalized/stripped):
παραψηλαφαω
IDX:
66527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66528
Key:

Data

{'content': 'grope about, fumble'}