Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψίδιον
παράψιμον
παράψογος
παραψυκτήριον
View word page
παραψεύδομαι
falsify, cheat

ShortDef

falsify, cheat

Debugging

Headword:
παραψεύδομαι
Headword (normalized):
παραψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
παραψευδομαι
IDX:
66526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66527
Key:

Data

{'content': 'falsify, cheat'}