Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψίδιον
παράψιμον
παράψογος
View word page
παραψελλίζω
to stammer out somewhat of the truth

ShortDef

to stammer out somewhat of the truth

Debugging

Headword:
παραψελλίζω
Headword (normalized):
παραψελλίζω
Headword (normalized/stripped):
παραψελλιζω
IDX:
66525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66526
Key:

Data

{'content': 'to stammer out somewhat of the truth'}