Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
παραψίδιον
View word page
παραψαύω
touch gently

ShortDef

touch gently

Debugging

Headword:
παραψαύω
Headword (normalized):
παραψαύω
Headword (normalized/stripped):
παραψαυω
IDX:
66523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66524
Key:

Data

{'content': 'touch gently'}