Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
παραψήχω
View word page
παράψαυσις
touching lightly

ShortDef

touching lightly

Debugging

Headword:
παράψαυσις
Headword (normalized):
παράψαυσις
Headword (normalized/stripped):
παραψαυσις
IDX:
66522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66523
Key:

Data

{'content': 'touching lightly'}