Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
παραψηφίζομαι
παραψηφισμός
View word page
παραψάλλω
to touch lightly

ShortDef

to touch lightly

Debugging

Headword:
παραψάλλω
Headword (normalized):
παραψάλλω
Headword (normalized/stripped):
παραψαλλω
IDX:
66521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66522
Key:

Data

{'content': 'to touch lightly'}