Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
παράψηξις
παράψηστος
View word page
παραχωρίζω
hand over
ShortDef
hand over
Debugging
Headword:
παραχωρίζω
Headword (normalized):
παραχωρίζω
Headword (normalized/stripped):
παραχωριζω
IDX:
66519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66520
Key:
Data
{'content': 'hand over'}