Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάτρεψις
ἀνάτρησις
ἀνάτρητος
ἀνατριαινόω
ἀνατριακοσιολόγιστος
ἀνατριβή
ἀνατρίβω
ἀνατρίζω
ἀνατριπλόω
ἀνατριπτέον
ἀνάτριπτος
ἀνατριχόομαι
ἀνάτριχος
ἀνατριχοφυέω
ἀνάτριψις
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροπιάζω
ἀνατροφεύς
ἀνατροφή
ἀνατροχασμός
View word page
ἀνάτριπτος
rubbed up

ShortDef

rubbed up

Debugging

Headword:
ἀνάτριπτος
Headword (normalized):
ἀνάτριπτος
Headword (normalized/stripped):
ανατριπτος
IDX:
6651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6652
Key:

Data

{'content': 'rubbed up'}