Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
παραψηλαφάω
View word page
παραχωρητέος
one must give way

ShortDef

one must give way

Debugging

Headword:
παραχωρητέος
Headword (normalized):
παραχωρητέος
Headword (normalized/stripped):
παραχωρητεος
IDX:
66517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66518
Key:

Data

{'content': 'one must give way'}