Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
παραψελλίζω
παραψεύδομαι
View word page
παραχωρητέον
one must give way

ShortDef

one must give way

Debugging

Headword:
παραχωρητέον
Headword (normalized):
παραχωρητέον
Headword (normalized/stripped):
παραχωρητεον
IDX:
66516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66517
Key:

Data

{'content': 'one must give way'}