Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
παράψαυσις
παραψαύω
παραψάω
View word page
παραχωρέω
to go aside, make room, give place, retire
ShortDef
to go aside, make room, give place, retire
Debugging
Headword:
παραχωρέω
Headword (normalized):
παραχωρέω
Headword (normalized/stripped):
παραχωρεω
IDX:
66514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66515
Key:
Data
{'content': 'to go aside, make room, give place, retire'}