Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
παραχώριος
παραψάλλω
View word page
παραχύτης
one who pours in
ShortDef
one who pours in
Debugging
Headword:
παραχύτης
Headword (normalized):
παραχύτης
Headword (normalized/stripped):
παραχυτης
IDX:
66511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66512
Key:
Data
{'content': 'one who pours in'}