Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
παραχωρίζω
View word page
παράχυσις
pouring in

ShortDef

pouring in

Debugging

Headword:
παράχυσις
Headword (normalized):
παράχυσις
Headword (normalized/stripped):
παραχυσις
IDX:
66509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66510
Key:

Data

{'content': 'pouring in'}