Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
παραχωρητέος
παραχωρητικός
View word page
παράχυμα
liquor added

ShortDef

liquor added

Debugging

Headword:
παράχυμα
Headword (normalized):
παράχυμα
Headword (normalized/stripped):
παραχυμα
IDX:
66508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66509
Key:

Data

{'content': 'liquor added'}