Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
παραχωρητέον
View word page
παραχρώννυμι
to corrupt

ShortDef

to corrupt

Debugging

Headword:
παραχρώννυμι
Headword (normalized):
παραχρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
παραχρωννυμι
IDX:
66506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66507
Key:

Data

{'content': 'to corrupt'}