Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
παραχώννυμι
παραχωρέω
παραχώρησις
View word page
παράχροος
colourless, faded

ShortDef

colourless, faded

Debugging

Headword:
παράχροος
Headword (normalized):
παράχροος
Headword (normalized/stripped):
παραχροος
IDX:
66505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66506
Key:

Data

{'content': 'colourless, faded'}