Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχλιαίνω
παραχναύω
παραχορδίζω
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
παράχωμα
View word page
παραχρηστηριάζω
to give a false oracle

ShortDef

to give a false oracle

Debugging

Headword:
παραχρηστηριάζω
Headword (normalized):
παραχρηστηριάζω
Headword (normalized/stripped):
παραχρηστηριαζω
IDX:
66502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66503
Key:

Data

{'content': 'to give a false oracle'}