Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράχηλος
παραχλιαίνω
παραχναύω
παραχορδίζω
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
παραχύτης
View word page
παράχρησις
abuse
ShortDef
abuse
Debugging
Headword:
παράχρησις
Headword (normalized):
παράχρησις
Headword (normalized/stripped):
παραχρησις
IDX:
66501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66502
Key:
Data
{'content': 'abuse'}