Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχέω
παράχηλος
παραχλιαίνω
παραχναύω
παραχορδίζω
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
παράχυσις
παραχυτέον
View word page
παραχρηοτηριάζω
give a false oracle

ShortDef

give a false oracle

Debugging

Headword:
παραχρηοτηριάζω
Headword (normalized):
παραχρηοτηριάζω
Headword (normalized/stripped):
παραχρηοτηριαζω
IDX:
66500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66501
Key:

Data

{'content': 'give a false oracle'}