Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχελῳίτης
παραχερσία
παραχέω
παράχηλος
παραχλιαίνω
παραχναύω
παραχορδίζω
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
παραχρώννυμι
παράχρωσις
παράχυμα
View word page
παραχράομαι
to use improperly, misuse, abuse

ShortDef

to use improperly, misuse, abuse

Debugging

Headword:
παραχράομαι
Headword (normalized):
παραχράομαι
Headword (normalized/stripped):
παραχραομαι
IDX:
66498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66499
Key:

Data

{'content': 'to use improperly, misuse, abuse'}