Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραχειμασία
παραχειμαστικός
παραχειρογραφέω
παραχελῳίτης
παραχερσία
παραχέω
παράχηλος
παραχλιαίνω
παραχναύω
παραχορδίζω
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
παράχροος
View word page
παραχορηγέω
supply
ShortDef
supply
Debugging
Headword:
παραχορηγέω
Headword (normalized):
παραχορηγέω
Headword (normalized/stripped):
παραχορηγεω
IDX:
66495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66496
Key:
Data
{'content': 'supply'}