Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχειμαστικός
παραχειρογραφέω
παραχελῳίτης
παραχερσία
παραχέω
παράχηλος
παραχλιαίνω
παραχναύω
παραχορδίζω
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
παράχρησις
παραχρηστηριάζω
παράχριστα
παραχρίω
View word page
παραχορδίζω
strike a wrong note

ShortDef

strike a wrong note

Debugging

Headword:
παραχορδίζω
Headword (normalized):
παραχορδίζω
Headword (normalized/stripped):
παραχορδιζω
IDX:
66494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66495
Key:

Data

{'content': 'strike a wrong note'}