Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραχάραγμα
παραχαρακτής
παραχαράξιμος
παραχαράσσω
παραχειμάζω
παραχειμασία
παραχειμαστικός
παραχειρογραφέω
παραχελῳίτης
παραχερσία
παραχέω
παράχηλος
παραχλιαίνω
παραχναύω
παραχορδίζω
παραχορηγέω
παραχορήγημα
παραχραίνω
παραχράομαι
παραχρῆμα
παραχρηοτηριάζω
View word page
παραχέω
to pour in beside, pour in

ShortDef

to pour in beside, pour in

Debugging

Headword:
παραχέω
Headword (normalized):
παραχέω
Headword (normalized/stripped):
παραχεω
IDX:
66490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66491
Key:

Data

{'content': 'to pour in beside, pour in'}