Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
παραφυλλίς
παράφυλλον
παράφυμα
παραφυσάω
παράφυσις
παραφύτευσις
παραφυτεύω
παράφυτος
παραφύω
παραφωνέω
παραφωνή
παραφωνία
παράφωνος
παραφωτισμός
παραχαλάω
παραχαλκεύω
παραχάραγμα
παραχαρακτής
View word page
παράφυτος
that has grown beside

ShortDef

that has grown beside

Debugging

Headword:
παράφυτος
Headword (normalized):
παράφυτος
Headword (normalized/stripped):
παραφυτος
IDX:
66471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66472
Key:

Data

{'content': 'that has grown beside'}