Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφυλακέω
παραφυλακή
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
παραφυλλίς
παράφυλλον
παράφυμα
παραφυσάω
παράφυσις
παραφύτευσις
παραφυτεύω
παράφυτος
παραφύω
παραφωνέω
παραφωνή
παραφωνία
παράφωνος
View word page
παράφυμα
growth

ShortDef

growth

Debugging

Headword:
παράφυμα
Headword (normalized):
παράφυμα
Headword (normalized/stripped):
παραφυμα
IDX:
66466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66467
Key:

Data

{'content': 'growth'}