Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακέω
παραφυλακή
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
παραφυλλίς
παράφυλλον
παράφυμα
παραφυσάω
παράφυσις
παραφύτευσις
παραφυτεύω
παράφυτος
παραφύω
παραφωνέω
View word page
παραφυλάσσω
to watch beside, to guard closely, watch narrowly

ShortDef

to watch beside, to guard closely, watch narrowly

Debugging

Headword:
παραφυλάσσω
Headword (normalized):
παραφυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
παραφυλασσω
IDX:
66463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66464
Key:

Data

{'content': 'to watch beside, to guard closely, watch narrowly'}