Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακέω
παραφυλακή
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
παραφυλλίς
παράφυλλον
παράφυμα
παραφυσάω
παράφυσις
παραφύτευσις
View word page
παραφυλακίτης
soldier of a garrison

ShortDef

soldier of a garrison

Debugging

Headword:
παραφυλακίτης
Headword (normalized):
παραφυλακίτης
Headword (normalized/stripped):
παραφυλακιτης
IDX:
66459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66460
Key:

Data

{'content': 'soldier of a garrison'}