Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατρεπτέον
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρεψις
ἀνάτρησις
ἀνάτρητος
ἀνατριαινόω
ἀνατριακοσιολόγιστος
ἀνατριβή
ἀνατρίβω
ἀνατρίζω
ἀνατριπλόω
ἀνατριπτέον
ἀνάτριπτος
ἀνατριχόομαι
ἀνάτριχος
ἀνατριχοφυέω
ἀνάτριψις
View word page
ἀνατριακοσιολόγιστος
reckoned at

ShortDef

reckoned at

Debugging

Headword:
ἀνατριακοσιολόγιστος
Headword (normalized):
ἀνατριακοσιολόγιστος
Headword (normalized/stripped):
ανατριακοσιολογιστος
IDX:
6645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6646
Key:

Data

{'content': 'reckoned at'}