Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακέω
παραφυλακή
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
παραφυλλίς
παράφυλλον
παράφυμα
παραφυσάω
View word page
παραφυλακή
a guard, watch, garrison

ShortDef

a guard, watch, garrison

Debugging

Headword:
παραφυλακή
Headword (normalized):
παραφυλακή
Headword (normalized/stripped):
παραφυλακη
IDX:
66457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66458
Key:

Data

{'content': 'a guard, watch, garrison'}