Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφρονέω
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακέω
παραφυλακή
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
παραφυλλίς
παράφυλλον
παράφυμα
View word page
παραφυλακέω
perform garrison duty

ShortDef

perform garrison duty

Debugging

Headword:
παραφυλακέω
Headword (normalized):
παραφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
παραφυλακεω
IDX:
66456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66457
Key:

Data

{'content': 'perform garrison duty'}