Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραφραστής
παραφραστικός
παραφρίζω
παραφρονέω
παραφροσύνη
παραφρουρέω
παραφρυγανίζω
παραφρύγομαι
παραφρυκτωρεύομαι
παραφρυκτωρέω
παράφρων
παραφυάς
παραφυής
παραφυλακέω
παραφυλακή
παραφυλακισμός
παραφυλακίτης
παραφυλακτέον
παραφυλακτικός
παραφύλαξ
παραφυλάσσω
View word page
παράφρων
wandering from reason, out of one's wits, deranged

ShortDef

wandering from reason, out of one's wits, deranged

Debugging

Headword:
παράφρων
Headword (normalized):
παράφρων
Headword (normalized/stripped):
παραφρων
IDX:
66453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66454
Key:

Data

{'content': "wandering from reason, out of one's wits, deranged"}